Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Κενή... φαίνεται, μα θα γεμίσει "πέτρες"

Θέση.


Ώρα 3 και 23, ξημ. Τετάρτης 16 Μαρτίου, 2016

Δεν είχα υπομονή, ποτέ δεν μπόρεσα να διορθώσω ότι κοκκίνιζε, εκεί.
Το φέρνω έτσι.
Έτσι κι αλλιώς, για άλλα θα κριθώ και αυστηρά, το ξέρω.
Για το ΚΑΛΟ της ψυχής του, το δημοσιεύω.
Είμαι σίγουρη, πως θέλει να σταθεί ΟΡΘΙΑ η οικογένειά του και να μην την λυγίσει το κλάμα και η απουσία του!
Θα είναι πάντα παρόν και δίπλα τους, θα το καταλάβουν!...

Κόπυ, συν την φώτο που είδα στο φεις...



!
Αυτό το θαυμαστικό είχε ξεμείνει από αντιγραφή ενός φακέλου, στο γουόρντ, που σβήστηκε.
Επίτηδες το είχα κρατήσει, για να σωθεί ο φάκελος, να έχει «κάτι», μέσα, μη χαθεί, γιατί δεν ξέρω ν’ ανοίγω νέους φακέλους στο γουόρντ… (και σε ποιον, να το πεις;)
Εκπαιδεύτηκα ν’ ανοίγω μπλογκ, κι έμεινα μεταξεταστέα επ’ αόριστον στα γουίντοους, φίλος!
Γέλα… όσο θέλεις.
Ας γελάσει κι όλη η Ελλάδα!
Μπορεί;
Μακάρι!
Και τι δε θα έδινα, να γινόμουνα, ένα διαρκείας χαμόγελο για την Ελλάδα και να έβλεπα τους πάντες, να γελάνε, να γελάνε, να γελάνε.
Να γελάνε με τον πόνο, όμως, μ’ αυτό που τους πονάει, κι όχι από ευκολία κι από άνεση.
Αυτό το γέλιο της καλοπέρασης, το είδα πολύ, το βαρέθηκα, το σιχάθηκα.
Να γελάνε, να τραγουδούν και να χορεύουν στον πόνο, αυτό, έχει άλλη σημασία. Έχει άλλη παλικαριά, άλλη δύναμη.
Δε μιλάω για το τρελό, εκείνο το χα χα χα, που σού δίνουν και φάρμακα…
Όχι. Για τα’ άλλο μιλάω. Ίσως και να μην υπάρχει και να το έχω φανταστεί, μόνο.
Θυμίζει λίγο, τον χορό του Ζαλόγγου και την μάννα μου.
Λίγες τον χόρεψαν, νομίζω.
Η μάννα μου, κάθε μέρα και νύχτα, για 77 ολόκληρα χρόνια.
Δεν την θυμάμαι να κλαίει. Σκουπιδάκια στα μάτια της, συναχάκια και κόμποι στο λαιμό.
Τα χείλη της, πάντα χαμογελούσαν, τραγουδούσαν, κι απ’ το σφίξιμο κάποιες φορές, μόνο τότε καταλάβαινες το φαγωμένο, κι αμάσητο χοντρό δάκρυ που δεν είχε βγει, απ’ την ορθία οδό, αλλά υπήρχε...
…Πέτρα την είχε κάνει η ζωή, από μικρή, έμεινα πολύ κοντά της, πήρα τα χούϊα της, αναγκαστικά, μέχρι να προσαρμοστώ, έκλαψα πολύ, άργησα να δέσω με το χώμα… φίλος!
Νόμιζα πως είχα δικαίωμα σε ποιο μαλακά χώματα, φίλος, λάθος!
Αν κι έφυγα, παραπέρα, πάντα φύτρωνα, όλο και στα πιο σκληρά.
Γι’ αυτό κι εκπαιδεύτηκα…
…αντίθετα απ’ την μάννα, έκλαιγα πολύ, πάρα πολύ, μπας και μ’ ακούσει η γης, αλλά…τίποτα.
Κλαίγοντας, ακόμα και στην χαρά, ίσως την μπέρδεψα…
Δεν την κατηγορώ, ούτε αυτήν!
Κυρίως, αυτήν!

Άκου, φίλος! Και θ’ αρχίσω απ’ αυτό. «Φίλος», όπως εννοείται η λέξη, δεν ήσουνα, ούτε ήμουνα, για σένα.
Γνωστοί ήμασταν, πετραδάκια απ’ τον ίδιο τόπο, που αρκετές φορές, η ζωή, μας έφερε κοντά.
Έδενες με τον χώρο μου, με τον τόπο μου…
Ήσουνα εκεί, σε κεντρικό σημείο, κρατούσες γερά το κάδρο της ζωής, μάζευες κοντά σου και τόσα νέα πετραδάκια, ελπιδοφόρα…
Χθες έμαθα, πως, από σήμερα… θα λείπεις.
Σε μετατόπισε η βροχή, σού άλλαξε θέση και τρόπο…
Πονάει το κάδρο, πονάω κι εγώ.
«Θρήνος» στο χωριό, είμαι σίγουρη.
Σα ν’ ακούω τις γνωστές θείες, που δεν απουσίασαν ποτέ, από τέτοιες… αποχαιρετιστήριες εκδηλώσεις, από μετατοπίσεις της βροχής…
Κλαίει, πονάει το χωριό, φίλος, δεν τα’ αντέχω, δεν το θέλω.
Αντιδρώ, δε θέλω και δε μπορώ να κλάψω.
Ίσως, αν τους είχες προετοιμάσει, αν τους μάθαινες να χορεύουν και στα «σκληρά» της ζωής, να μού ήταν πιο εύκολο.
…γιατί, πάντα κλαίω στις χαρές.
Ανάποδη, μια ζωή.
Κι ήρθα εδώ, που λες, για να κρύψω την νύχτα μου και την μισή μου μέρα, κι ένα όνειρο.
…Δεν ξέρω, αν και πόσο κοιμήθηκα.
Έμεινα ώρες στο κρεβάτι, με σφιγμένα τα μάτια, μην ανοίξουν, μη δουν, πως πήγε μεσημέρι.
Σώμα και μυαλό, ήταν εκεί, αοράτως… κι «έβλεπε».
Όσο κι αν με τραβούσαν οι ήχοι στο εδώ μου, εγώ, εκεί και αοράτως…
Υπήρξε κι ένα όνειρο που το θυμάμαι.
Σ’ ένα δωμάτιο; Ήμασταν κάποιες συμμαθήτριες, από άλλη τάξη, όμως. Γνωστές απ’ τα πάρτυ, κι από έτος γεννήσεως.
Όλες τους (φορούσαν μαύρα, νομίζω. ίσως κι εγώ) κρατούσαν κι από ένα παιδί στην αγκαλιά, εκτός από μένα.
…Σα να είχε και κούνιες;
Καταλάβαινα πως ήταν εγγόνια… κι εγώ, δεν είχα, γιατί … παρέμεινα στα παιδιά που μεγάλωσαν και δεν κρατιούνται, πια, αγκαλιά…
Δεν βρήκαν, ακόμα, γόνιμο έδαφος…
Πολύ βροχή, πολλές οι μετακινήσεις… θέλει καλή στεριά η οικογένεια, σταθερά χώματα, φίλος.
Ξύπνησα και το θυμάμαι.
Ευτυχισμένος και αρκετά ολοκληρωμένος, Έφυγες, φίλος, κι ας μην μπορούν να το καταλάβουν οι άλλοι.
Την έζησες αυτή την ζωή, όπως και πολλοί άλλοι, όπως κι εγώ.
Μεγαλώσαμε…
Εδώ, Φεύγουν νέοι…
Πόσα παιδιά;
Οι φίλοι σου, δεν πρέπει να κλαίνε.
Να δοξολογούν, πρέπει.
Έφυγες ανώδυνα και άπονα, ότι καλύτερο…ΛΑΧΕΙΟ!
Νέος.
Φυσικά.
Δε γερνάει ποτέ η καρδιά, κυρίως, των Καλλιτεχνών.
Κι εσύ, ήσουνα Καλλιτέχνης.
Θα ζεις αιώνια, σε κάθε άκουσμα μιας νότας, γνωστού τραγουδιού.
Θα ζεις στις αναμνήσεις καθενός, σε μια γωνιά, εκεί της πλατείας.
Δε θα ξεχαστείς, ποτέ…
Μα, γιατί σε κλαίνε;
Κοιμάσαι, είπαμε, μόνο.
Δε θέλω το χωριό μου να κλαίει.
Φεύγει η γη, κάτω απ’ τα πόδια μου, είμαι και σ’ άλλα χώματα, δεν έχω μάθει ακόμα να πετάω, λες και ποτέ, δεν υπήρξαν πάνω μου, θέσεις και θήκες για φτερά…
Κειμενογράφος, φίλε και το καλώδιο της σύνδεσης με το ίντερνετ, ακόμα, κρέμεται…
Και το μπρίκι με τον καφέ που μου αναλογούσε να κεραστώ, για πάρτη σου, άδειασε.
Τρίτη, Αγαπίου μάρτυρος, ώρα 13:10, τελείωσε αυτό το κατεβατό, λέξεων και συναισθημάτων.
Αν βγάζει ζήλεια, λάθος εξέλαβες το νόημα.
Να μην κλαίνε από πόνο, θέλω, ενώ, πρέπει να χαρούν, για σένα…
Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν ξεχνιούνται, κι εσύ, αδύνατον να ξεχαστείς, δεν το καταλαβαίνουν;
…Ξέρουν ζωντανούς, στ’ αλήθεια νεκρούς και ξεχασμένους, μήπως, για να συγκρίνουν;
Ζήλεια;
Τι θα πει;
Στεγνή αλήθεια, μόνο, απ’ αυτή που αντέχουν ακόμα, οι πέτρες, κάποιες πέτρες, που δεν κλαίνε, δεν φεύγουν, είναι εκεί, ακόμα, κι ας μην τις βλέπει, κανείς, μα κανείς!
Τις νιώθουν, μόνο, όταν σκοντάφτουν πάνω τους.
Θα τους μάθω, να μην κλαίνε, φίλος, όσο ακόμα… είμαι γήινη. Ίσως τους πίσω, να δουν την ζωή, αλλιώς.
Ο θάνατος είναι ταξίδι, μόνο.
Ο τρόπος μετακίνησης, αν είναι από Χέρι, κι όχι από αρρώστιες ή απ’ το ίδιο το δικό μας… είναι ΚΑΛΟΣ!



Και τα λουλούδια που "έκλεψα" και δεν τα ανέβασα στην σελίδα μου, εκεί, από χθες.
Ας μείνουν εδώ, να μυρίζουν....

***
Τετάρτη πρωί 9 και 27
Το θυμήθηκα πριν σηκωθώ. Το έψαξα, όπως και την σελίδα σου.
"Τραγουδούν", τώρα οι φίλοι σου και μ' αρέσει.
Πέρασε το πρώτο σοκ.


Κι αυτό. Ήταν κοντά.


4 σχόλια:

  1. Και η είδηση του Παναγιώτη, με σκλήρυνε και πέτρωσα. Ας υπάρχει εδώ: http://aikaterinadespoti.blogspot.gr/2016/03/blog-post_74.html
    Πονάμε για όποιον αγαπάμε, μα ποιος είπε, πόσο και εάν, όταν Φεύγουν νέοι ή παιδιά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πριν λίγο το διάβασα! Απίστευτη σύμπτωση! http://aikaterinadespoti.blogspot.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το ξαναδιάβασα. Δε βαριέσαι...! Ως συγγραφέα, με κόψανε... Ως Άνθρωπο... αντέχω, ακόμα.
    Νομίζω, μού είπαν, μία η ώρα... σε χαιρέτησαν;
    Εγώ μετά το κείμενο, έπιασα κρεβάτι...
    Το φαντάστηκα...
    Μου είπαν, "Σωτήρα".
    ............................
    Τί να γράψω;
    Ήσασταν φίλοι με τον Φίλο μου;

    Ανάσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή